σόγια
Προφορά
Ετυμολογία
σόγια ιαπων. soja
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└θηλυκό┘ η σόγια
✦ είδος οσπρίου, μεγάλης θρεπτικής αξίας, ιθαγενές της Άπω Ανατολής: στη Νότια Κίνα, χιλιάδες παραλάβαινες τσουβάλια σόγια (Ν. Καββαδίας)
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–