σωθικά
Προφορά
Ετυμολογία
σωθικά μεσαιωνική ελληνική σωθικά
Ερμηνεία
σωθικά
✦ ουσ. τα σπλάχνα: φρ. του τρώει τα σωθικά, τον φθείρει σωματικά ή ψυχικά
✦ (μτφ. ) η ψυχή: ο έρωτας που καίει τα σωθικά (Ν. Καρούζος)
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–