σχολώ
Προφορά
Ετυμολογία
σχολώ από τον αόρ. ἐσχόλασα του αρχαίου ελληνικού σχολάζω
Ερμηνεία
└ρήμα┘ σχολώ -άς, -ά
✦ σταματώ, διακόπτω την εργασία της ημέρας
✦ απολύω ή απολύομαι από δουλειά: άδικα τον σχόλασαν
✦ τελειώνω τα μαθήματα της ημέρας στο σχολείο
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–