σχολαστικότητα
Προφορά
Ετυμολογία
σχολαστικότητα σχολαστικός
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└θηλυκό┘ η σχολαστικότητα
✦ η ιδιότητα του σχολαστικού, η προσήλωση στους τύπους και τις λεπτομέρειες και όχι στην ουσία
✦ το να ασχολείται κάποιος επιμελώς και με τις λεπτομέρειες
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–