σχολαστικισμός
Προφορά
Ετυμολογία
σχολαστικισμός σχολαστικίζω
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└αρσενικό┘ ο σχολαστικισμός
✦ διδασκαλία και μέθοδος έρευνας που επικράτησε στη δυτική Ευρώπη κατά τον μεσαίωνα για τη μελέτη της φιλοσοφίας και θεολογίας, που χαρακτηρίζεται από τη σύνδεση του θρησκευτικού δόγματος με την πατερική φιλοσοφία και, αργότερα, με τον αριστοτελισμό
✦ άκριτη σοφία
✦ προσήλωση στους τύπους ή στις λεπτομέρειες και αγνόηση της ουσίας: αφοσιωνότανε στην υπηρεσία του με μιαν ευσυνειδησία που έφτανε τα όρια του σχολαστικισμού (Γ. Θεοτοκάς)
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–