σχολή
Προφορά
Ετυμολογία
σχολή αρχαία ελληνική σχολή
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└θηλυκό┘ η σχολή
✦ απραξία, αργία, χρόνος ανάπαυσης
✦ φιλοσοφικό, επιστημονικό ή πολιτικό σύστημα, τεχνοτροπία καλλιτεχνική ή λογοτεχνική καθώς και το σύνολο των οπαδών τους: καντιανή – μαρξιστική σχολή – σχολή του συμβολισμού – του εμπρεσιονισμού
✦ σχολείο
✦ (ειδ.) οργανισμός που προσφέρει ανώτερη ή ανώτατη παιδεία καθώς και το διδακτικό προσωπικό του: σχολή οικονομικών επιστημών – πολυτεχνική – γεωπονική σχολή
✦ (συνεκδ.) το κτίριο στο οποίο στεγάζεται μια σχολή
✦ επιστημονική αποστολή ειδικού χαρακτήρα: γαλλική αρχαιολογική σχολή
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–