σχιζοφασία


σχιζοφασία
Προφορά

Ετυμολογία
σχιζοφασία └αγγλ┘schizophasia

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η σχιζοφασία

✦ βαριά διαταραχή του προφορικού λόγου των σχιζοφρενών κατά την οποία η ομιλία αποτελείται από συνονθύλευμα γνωστών λέξεων και νεολογισμών, κατά τρόπο ώστε να καθίσταται ακατάληπτη

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.