σχιζοειδής
Προφορά
Ετυμολογία
σχιζοειδής └αγγλ┘schizoid
Ερμηνεία
└επίθετο┘ σχιζοειδής -ής, -ές
✦ ο αναφερόμενος σε ιδιότητες μιας διαταραγμένης προσωπικότητας, που χαρακτηρίζεται από αποφυγή των κοινωνικών σχέσεων, ενδοστρέφεια, αμφιθυμία συναισθηματική, δυσκολία προσαρμογής στην εξωτερική πραγματικότητα
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–