σχηματοποιώ
Προφορά
Ετυμολογία
σχηματοποιώ μεταγενέστερη ελληνική σχηματοποιῶ
Ερμηνεία
└ρήμα┘ σχηματοποιώ -είς, -εί
✦ παριστάνω αντικείμενο σχηματικά στις γενικές του γραμμές
✦ (μτφ. ) αναφέρομαι σε εξωτερικά μόνο γνωρίσματα ενός ζητήματος, προβλήματος κτλ. και όχι στην ουσία
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–