σχηματικός
Προφορά
Ετυμολογία
σχηματικός μεταγενέστερη ελληνική σχηματικός
Ερμηνεία
└επίθετο┘ σχηματικός -ή, -ό
✦ ο αναφερόμενος σε σχήμα
✦ ο εικονιζόμενος με σχήμα: σχηματική παράσταση
✦ (μτφ. ) ο αναφερόμενος σε εξωτερικά μόνο στοιχεία ενός ζητήματος και όχι στην ουσία, απλουστευτικός: σχηματική άποψη
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
σχηματικά (Κ σχηματικώς)