σχηματίζω


σχηματίζω
Προφορά

Ετυμολογία
σχηματίζω αρχαία ελληνική σχηματίζω

Ερμηνεία
ρήμα σχηματίζω

✦ έχω ή διαγράφω σχήμα ή διάταξη
✦ (αμτβ.) έχω ή παίρνω ορισμένο σχήμα
✦ αποτελώ, απαρτίζω
✦ (συνεκδ.) κάνω κάτι να λάβει υπόσταση, δημιουργώ
✦ (γραμμ.) δημιουργώ έναν λεκτικό τύπο με την προσθήκη καταλήξεων κτλ.: σχηματίζω τις πτώσεις, τα παράγωγα κτλ. λέξης
✦ οργανώνω τα στοιχεία που αποτελούν ένα σύνολο
✦ καθορίζω τον ρόλο των προσώπων που αποτελούν ένα σύνολο: σχηματίζω κυβέρνηση
✦ φρ. σχηματίζω γνώμη, ιδέα κτλ. διαμορφώνω

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.