σχετλιαστικός


σχετλιαστικός
Προφορά

Ετυμολογία
σχετλιαστικός μεταγενέστερη ελληνική σχετλιαστικός

Ερμηνεία
σχετλιαστικός

✦ -ή, -όν επίθ. που εκφράζει αγανάκτηση ή παράπονο

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα
σχετλιαστικώς

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.