σχίσμα
Προφορά
Ετυμολογία
σχίσμα αρχαία ελληνική σχίσμα
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└ουδέτερο┘ το σχίσμα
✦ σχισμή
✦ (μτφ. ) διάσταση γνωμών, διχογνωμία
✦ ο χωρισμός μιας ομάδας πιστών από εκκλησιαστικό σώμα για δογματικούς ή διοικητικούς λόγους
✦ (εκκλ.) η κατά τον 9ο αι. διάσπαση του χριστιανισμού σε ανατολική και δυτική εκκλησία
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–