σφυγμομέτρηση
Προφορά
Ετυμολογία
σφυγμομέτρηση σφυγμομετρώ
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└θηλυκό┘ η σφυγμομέτρηση
✦ η μέτρηση της συχνότητας των παλμών της καρδιάς
✦ (μτφ. ) έρευνα των διαθέσεων ή αισθημάτων ομάδας ατόμων, γκάλοπ
Συνώνυμα
δημοσκόπηση
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–