σφριγηλός


σφριγηλός
Προφορά

Ετυμολογία
σφριγηλός σφρίγος

Ερμηνεία
επίθετο┘ σφριγηλός -ή, -ό

✦ ο γεμάτος σφρίγος, γεμάτος ζωντάνια: το ποταπό, το δύστροπο, το αχνό στα σφριγηλά μου σωθικά να πνίξω (Οδ. Ελύτης)

Συνώνυμα
ακμαίος, εύρωστος
Αντίθετα
άτονος, ασθενικός
Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.