σφράγισμα
Προφορά
Ετυμολογία
σφράγισμα αρχαία ελληνική σφράγισμα
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└ουδέτερο┘ το σφράγισμα
✦ επίθεση σφραγίδας
✦ αποτύπωμα σφραγίδας
✦ (οδοντιατρ.) κλείσιμο της κοιλότητας χαλασμένου δοντιού με αμάλγαμα
✦ (συνεκδ.) το αμάλγαμα, το υλικό με το οποίο φράζεται η κοιλότητα χαλασμένου δοντιού
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–