σφουγγοκωλάριος


σφουγγοκωλάριος
Προφορά

Ετυμολογία
σφουγγοκωλάριος σφογγίζω – σφουγγίζω + κώλος + κατάλ. -άριος

Ερμηνεία
σφουγγοκωλάριος

✦ αυτός που προσκολλάται σε ισχυρά πρόσωπα και τα κολακεύει για να αποκομίσει οφέλη, ο ευτελής κόλακας

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.