σφουγγαρίστρα


σφουγγαρίστρα
Προφορά

Ετυμολογία
σφουγγαρίστρα σφουγγαρίζω

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η σφουγγαρίστρα

✦ όργανο αποτελούμενο από μακριά λαβή που φέρει στην άκρη δέσμη λωρίδων από απορροφητικό υλικό ή σφουγγάρι, για τον καθαρισμό του πατώματος

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.