σφιχτός


σφιχτός
Προφορά

Ετυμολογία
σφιχτός μεσαιωνική ελληνική σφικτός

Ερμηνεία
επίθετο┘ σφιχτός -ή, -ό

✦ που περιβάλλει πιεστικά, που σφίγγει
✦ σφιγμένος
✦ πυκνός, πηχτός
✦ (για μυς, σώμα) σφριγηλός, ο μη πλαδαρός
(μτφ. ) φιλάργυρος, τσιγκούνης

Συνώνυμα

Αντίθετα
χαλαρός ,αραιός ,ανοιχτός, ανοιχτοχέρης
Επιρρήματα
σφιχτά

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.