σφιγκτήρας


σφιγκτήρας
Προφορά

Ετυμολογία
σφιγκτήρας μεταγενέστερη ελληνική σφιγκτήρ

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό┘ ο σφιγκτήρας

✦ (ανατομ.) ονομασ. κυκλοτερών μυών που συγκλείουν, με τη συστολή τους, το στόμιο κοιλότητας ή πόρου του σώματος: σφιγκτήρας της έδρας – της ουρήθρας – των βλεφάρων

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.