σφηνοειδής


σφηνοειδής
Προφορά

Ετυμολογία
σφηνοειδής μεταγενέστερη ελληνική σφηνοειδής

Ερμηνεία
επίθετο┘ σφηνοειδής -ής, -ές

✦ ο όμοιος στο σχήμα με σφήνα
✦ (γλωσσ.) σφηνοειδής γραφή, σύστημα γραφής που χρησιμοποιήθηκε στην αρχαία ελληνική Μέση Ανατολή
✦ (ανατομ.) σφηνοειδές οστό, οστό του κρανίου ανάμεσα στο ηθμοειδές και το ινιακό

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.