σφετερίζομαι
Προφορά
Ετυμολογία
σφετερίζομαι αρχαία ελληνική σφετερίζομαι
Ερμηνεία
└ρήμα┘ σφετερίζομαι
✦ οικειοποιούμαι παράνομα ξένο πράγμα: σφετερίστηκε την περιουσία του ξαδέρφου της – σφετεριζότανε τις δόξες του ελληνικού στρατού (Γ. Θεοτοκάς)
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–