σφεντονίζω
Προφορά
Ετυμολογία
σφεντονίζω μεταγενέστερη ελληνική σφενδονίζω
Ερμηνεία
└ρήμα┘ σφεντονίζω
✦ ρίχνω με τη σφεντόνα
✦ ρίχνω μακριά με ορμή, εκσφενδονίζω: όλα τ’ ανθογυάλια, τα ποτήρια και τα πιάτα, τα σφεντόνισε πέρα και γενήκανε θρύψαλα (Κ. Βάρναλης)
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–