σφενδόνη
Προφορά
Ετυμολογία
σφενδόνη αρχαία ελληνική σφενδόνη
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└θηλυκό┘ η σφενδόνη
✦ η σφεντόνα (βλ. λ.)
✦ η τρύπα ή το κοίλωμα του δαχτυλιδιού όπου στερεώνεται η δαχτυλιδόπετρα
✦ το κυρτό τμήμα των κερκίδων του σταδίου
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–