σφαχτάρι
Προφορά
Ετυμολογία
σφαχτάρι υποκορ. του σφαχτό
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└ουδέτερο┘ το σφαχτάρι
✦ ζώο προοριζόμενο για σφαγή: το μοσκάρι που πήγαινε να σφάξει… δυο – τρεις χωριάτες… ζύγωσαν το σφαχτάρι (Π. Πρεβελάκης)
✦ σφαγμένο ζώο: σφαχτάρια κρεμασμένα στα τσιγκέλια (Πετσάλης – Διομήδης)
✦ (μτφ. ) ο προσφερόμενος ως θύμα
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–