σφαλιάρα


σφαλιάρα
Προφορά

Ετυμολογία
σφαλιάρα └ιταλ┘sfaglio + κατάλ. -άρα

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η σφαλιάρα

✦ δυνατό ράπισμα, χαστούκι

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.