σφίγγω
Προφορά
Ετυμολογία
σφίγγω αρχαία ελληνική σφίγγω
Ερμηνεία
└ρήμα┘ σφίγγω
✦ περιβάλλω και πιέζω κάτι ολόγυρα
✦ στενεύω ή δένω ή τραβώ κάτι δυνατά ώστε να πιέσει κάτι άλλο: φρ. σφίγγω τα λουριά, θέτω υπό αυστηρό έλεγχο, περιορίζω – σφίγγω το ζωνάρι μου, μένω νηστικός, δε χορταίνω
✦ πιέζω κάποιον επώδυνα, στενοχωρώ
✦ δένω δυνατά
✦ συναρμόζω ή συνδέω κάτι στερεά ώστε να μην είναι χαλαρό
✦ πυκνώνω, πήζω
✦ (μτφ. ) στενοχωρώ, εξαναγκάζω κάποιον
✦ φρ. σφίγγω την καρδιά μου, καταπνίγω τα συναισθήματα που με κατέχουν
✦ (αμτβ.) γίνομαι στερεότερος, πυκνότερος, δένω
✦ εντείνομαι σε μεγάλο βαθμό, γίνομαι αφόρητος: έσφιξε το κρύο
✦ (μέσ.) σφίγγομαι, πιέζω γύρω το σώμα μου (με κορσέ, ζώνη κτλ.)
✦ φρ. σφίγγεται η καρδιά μου, κυριεύεται από συναίσθημα οίκτου, λύπης
✦ (μτφ. ) καταβάλλω μεγάλη προσπάθεια
✦ (μτφ. ) στενοχωρούμαι, περιορίζομαι οικονομικά
✦ συνωθούμαι, στριμώχνομαι
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–