σφάντζικα


σφάντζικα
Προφορά

Ετυμολογία
σφάντζικα └γερμ┘ Zwanziger (=εικοσάρι)

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η σφάντζικα

✦ παλιό αυστριακό νόμισμα που κυκλοφόρησε στην Ελλάδα επί Καποδίστρια

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.