συστολή


συστολή
Προφορά

Ετυμολογία
συστολή μεταγενέστερη ελληνική συστολή

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η συστολή

✦ περιορισμός, ελάττωση του μήκους, της έκτασης ή του όγκου ενός πράγματος
✦ (φυσιολ.) σμίκρυνση του όγκου ή του μήκους ενός μυός, ενός οργάνου: συστολή της καρδιάς
✦ (γραμμ.) μεταβολή μακρόχρονου φωνήεντος ή διφθόγγου σε βραχύχρονο
✦ ντροπαλοσύνη, διστακτικότητα

Συνώνυμα

Αντίθετα
διαστολή
Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.