συστατικό
Προφορά
Ετυμολογία
συστατικό └ουδ┘ του επιθέτου συστατικός
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└ουδέτερο┘ το συστατικό
✦ καθένα από τα στοιχεία από τα οποία αποτελείται ένα μείγμα, παρασκεύασμα κτλ.: τα συστατικά του φαρμάκου – των λιπασμάτων
✦ καθένα από τα στοιχεία που υπάρχουν σε φυσικά ή τεχνητά προϊόντα, σε στοιχεία της φύσης: τα θρεπτικά συστατικά του κρέατος – τα συστατικά του νερού
✦ καθεμιά από τις ιδιότητες ή τα χαρακτηριστικά που καθορίζουν κάποιον ή κάτι: τα συστατικά του χαρακτήρα – συστατικά της ευτυχίας – συστατικά της προσωπικότητας
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–