συσταζούμενος


συσταζούμενος
Προφορά

Ετυμολογία
συσταζούμενος συνίσταμαι

Ερμηνεία
επίθετο┘ συσταζούμενος -η, -ο

✦ ο ευρισκόμενος σε καλή οικονομική κατάσταση: συσταζούμενος νοικοκύρης
✦ (για πρόσ.) ντροπαλός, συνεσταλμένος: συσταζούμενο παιδί

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.