συστέλλω


συστέλλω
Προφορά

Ετυμολογία
συστέλλω αρχαία ελληνική συστέλλω

Ερμηνεία
ρήμα συστέλλω

✦ περιορίζω την έκταση ή τον όγκο ενός σώματος
✦ συστέλλομαι, δεν έχω θάρρος, νιώθω ντροπή

Συνώνυμα
περιστέλλω
Αντίθετα
διαστέλλω
Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.