συσσώρευση


συσσώρευση
Προφορά

Ετυμολογία
συσσώρευση συσσωρεύω

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η συσσώρευση

✦ συγκέντρωση πολλών πραγμάτων στο ίδιο μέρος, σχηματισμός μεγάλου σωρού από μικρότερους

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.