συσσίτιο
Προφορά
Ετυμολογία
συσσίτιο αρχαία ελληνική συσσίτιον
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└ουδέτερο┘ το συσσίτιο
✦ κοινή σίτηση, κοινό γεύμα ή δείπνο
✦ (ειδ.) η τροφή που δίνεται στους στρατιώτες: μέρα και νύχτα σκάβαμε χαρακώματα, με συσσίτιο γαλέτα και ρέγκα (Διδώ Σωτηρίου)
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–