συσπειρώνω
Προφορά
Ετυμολογία
συσπειρώνω αρχαία ελληνική συσπειράω-ῶ
Ερμηνεία
└ρήμα┘ συσπειρώνω
✦ συστρέφω κάτι σαν σπείρα, κουλουριάζω
✦ (μτφ. ) συναθροίζω πολλούς γύρω από κάποιον ή κάτι: πιστεύεται, και είναι συνήθως αλήθεια, ότι σε εποχές εθνικής κρίσεως ο λαός συσπειρώνεται (Οικονομικός Ταχυδρόμος)
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–