συσπειρωτικός
Προφορά
Ετυμολογία
συσπειρωτικός συσπειρώνω
Ερμηνεία
└επίθετο┘ συσπειρωτικός -ή, -ό
✦ αυτός που συντελεί στη συσπείρωση, στη συγκέντρωση ατόμων γύρω από κάποιον ή κάτι
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
συσπειρωτικά:αυτό το συνέδριο θα λειτουργήσει συσπειρωτικά για το κόμμα (Ελευθεροτυπία)