συσπείρωση
Προφορά
Ετυμολογία
συσπείρωση συσπειρώνω
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└θηλυκό┘ η συσπείρωση
✦ σπειροειδής συστροφή, κουλούριασμα
✦ (μτφ. ) πυκνή συγκέντρωση ατόμων γύρω από κάποιον ή από κάτι
✦ είδος γυμναστικής άσκησης κατά την οποία ο αθλούμενος στηρίζεται στο έδαφος, σε βαθύ κάθισμα, στα δάχτυλα των ποδιών και τα χέρια
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–