συσκότιση


συσκότιση
Προφορά

Ετυμολογία
συσκότιση συσκοτίζω

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η συσκότιση

✦ τέλειο σκοτείνιασμα
✦ απαγόρευση της χρήσης φωτισμού τη νύχτα, ιδ. σε καιρό πολέμου
✦ σκοτεινιά που επικρατεί σε περιοχή, πόλη κτλ. εξαιτίας βλάβης στο δίκτυο παροχής ηλεκτρικής ενέργειας, μπλακάουτ
(μτφ. ) δημιουργία σύγχυσης, ασάφειας

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.