συσκοτίζω
Προφορά
Ετυμολογία
συσκοτίζω μεταγενέστερη ελληνική συσκοτίζω
Ερμηνεία
└ρήμα┘ συσκοτίζω
✦ κάνω κάτι εντελώς σκοτεινό
✦ (μτφ. ) κάνω κάτι ασαφές, δημιουργώ σύγχυση, μπερδεύω
✦ (στρατ.) απαγορεύω τη χρήση φωτισμού τη νύχτα, ιδ. σε καιρό πολέμου
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–