συσκευαστής


συσκευαστής
Προφορά

Ετυμολογία
συσκευαστής μεταγενέστερη ελληνική συσκευαστής

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό┘ ο συσκευαστής

✦ θηλ. συσκευάστρια ο ειδικός στη συσκευασία

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.