συρτός


συρτός
Προφορά

Ετυμολογία
συρτός μεταγενέστερη ελληνική επίθετο συρτός (ενν. χορός)

Ερμηνεία
επίθετο┘ συρτός -ή, -ό

✦ που σέρνεται στο έδαφος
✦ (για φωνή) που παρατείνει την εκφώνηση των λέξεων: άκουγες όλη νύχτα ανατριχιαστικές, απελπισμένες συρτές φωνές που ζητούσαν νερό (Άγγ. Βλάχος)
✦ αρσ. ο συρτός ως ουσ., είδος κυκλικού χορού

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.