συρταρωτός
Προφορά
Ετυμολογία
συρταρωτός συρτάρι
Ερμηνεία
└επίθετο┘ συρταρωτός -ή, -ό
✦ που μετακινείται με σύρσιμο όπως τα συρτάρια, που ανοίγει ή κλείνει ελκόμενος πάνω σε ειδικό μηχανισμό, α. συρόμενος: συρταρωτή πόρτα
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–