συρτάρι


συρτάρι
Προφορά

Ετυμολογία
συρτάρι μεσαιωνική ελληνική συρτάριον, υποκοριστικό του επιθέτου συρτός

Ερμηνεία
ουσιαστικό
ουδέτερο το συρτάρι

✦ θήκη επίπλου που σύρεται προς τα έξω για την τοποθέτηση και φύλαξη πραγμάτων: τα συρτάρια του γραφείου – της ντουλάπας – του τραπεζιού

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.