συρραπτικός


συρραπτικός
Προφορά

Ετυμολογία
συρραπτικός συρράπτω

Ερμηνεία
επίθετο┘ συρραπτικός -ή, -ό

✦ αυτός που συρράπτει, που χρησιμεύει για να συνενώνει δύο ή περισσότερα πράγματα
✦ ουδ. συρραπτικό ως ουσ., όργανο που χρησιμεύει για να συνενώνει φύλλα χαρτιού

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.