συρρέω


συρρέω
Προφορά

Ετυμολογία
συρρέω αρχαία ελληνική συρρέω

Ερμηνεία
ρήμα συρρέω

✦ (για νερά) ρέω μαζί στο ίδιο μέρος
(μτφ. ) συναθροίζομαι, προστρέχω: από νωρίς άρχισαν να συρρέουν στην πλατεία τα πλήθη

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.