συρματόπλεκτος


συρματόπλεκτος
Προφορά

Ετυμολογία
συρματόπλεκτος σύρμα + πλέκω

Ερμηνεία
συρματόπλεκτος

✦ κ. συρματόπλεχτος, -η, -ο επίθ. (Κ -κτος, -ον) ο κατασκευασμένος από πλεχτό σύρμα

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.