συρματουργός


συρματουργός
Προφορά

Ετυμολογία
συρματουργός σύρμα + έργον

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό┘ ο συρματουργός

✦ βλ. συρματοποιός

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.