συρικτός


συρικτός
Προφορά

Ετυμολογία
συρικτός συρίζω

Ερμηνεία
επίθετο┘ συρικτός -ή, -ό

✦ ο παραγόμενος με συριγμό

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα
συρικτά

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.