συρίγγιο
Προφορά
Ετυμολογία
συρίγγιο μεταγενέστερη ελληνική συρίγγιον, υποκοριστικό του αρχαίου ελληνικού σῦριγξ
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└ουδέτερο┘ το συρίγγιο
✦ παθολογικός πόρος στο σώμα απ’ όπου τρέχει πύον ή άλλο υγρό
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–