συνύφανση


συνύφανση
Προφορά

Ετυμολογία
συνύφανση αρχαία ελληνική συνύφανεις

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η συνύφανση

✦ ταυτόχρονη ύφανση, το να βάζει κανείς δεύτερη ύφανση μέσα στο υφαντό
(μτφ. ) στενή σύνδεση, στενός δεσμός, σχέση: ο έρωτας αρχίζει και τελειώνει μαζί με την αισθητική και τη θρησκευτική συνύφανση δύο όντων (Κ. Τσάτσος)

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.